Χρήστος Αϊβαζίδης
Christos Aivazidis
Ο Χρήστος Αϊβαζίδης γεννήθηκε το 1916 στο Αργαλί, ένα από τα Σιμοχώρια της Τραπεζούντας, κοντά στα Πλάτανα. Ο πατέρας του Χαράλαμπος ήταν γνωστός παραδοσιακός λυράρης της περιοχής κι από αυτόν πήρε τα πρώτα του ακούσματα. To 1923 η οικογένεια ήρθε στην Ελλάδα κι εγκαταστάθηκε στο Κολχικό Λαγκαδά.
Όπως κι οι περισσότεροι λυράρηδες της γενιάς του, έτσι κι ο Χρήστος Αϊβαζίδης, υπήρξε αυτοδίδακτος. Επίσης δεν υπήρξε ποτέ επαγγελματίας λυράρης υπό τη σημερινή έννοια του όρου. Μπορεί να διασκέδασε με τη λύρα του γενιές Ποντίων και να έπαιξε σε πάρα πολλούς γάμους κυρίως στα ποντιακά χωριά της περιοχής του Λαγκαδά, ποτέ όμως δεν επιδίωξε να κάνει την τέχνη του επάγγελμα, ούτε ηχογράφησε κάποιο δίσκο. Παρέμεινε μέχρι το τέλος της ζωής του απλός γεωργός, αλλά πάντα ανιδιοτελής, αφιλοχρήματος και πρόθυμος να επενδύσει με το μελωδικό του παίξιμο τα γλέντια των συγχωριανών του, που τον λάτρευαν στην κυριολεξία.
Το βασικό χαρακτηριστικό του Χρήστου Αϊβαζίδη ως λυράρη υπήρξε το απόλυτα παραδοσιακό παίξιμό του και η ιδιαίτερη επίδοσή του στη μουσική παράδοση της ιδιαίτερης πατρίδας του. Τα Σιμοχώρια, όπως αποκαλούνται τα -ελληνικά στη μεγάλη πλειοψηφία τους- χωριά γύρω από την Τραπεζούντα, είχαν μια πλούσια τοπική μουσική παράδοση, βασικό χαρακτηριστικό της οποίας ήταν οι όμορφοι και σε πολλές περιπτώσεις ιδιόμορφοι επιτραπέζιοι σκοποί. Αυτή τη μουσική παράδοση, την ξεχωριστή για τη μελωδικότητα της, υπηρέτησε με συνέπεια σε όλη του τη ζωή ο Χρήστος Αϊβαζίδης με αποτέλεσμα να αναδειχθεί μεταπολεμικά στον επιφανέστερο εκπρόσωπό της στον Ελλαδικό χώρο. Στην περίπτωση μάλιστα της μουσικής παράδοσης των Σιμοχωρίων η Ανταλλαγή είχε μια αξιοσημείωτη συνέπεια: πολύ σύντομα η μουσική παράδοση των Σιμοχωρίων αναμείχθηκε με την αντίστοιχη παράδοση των προσφύγων από την Τσιμερά της Αργυρούπολης που είχαν εγκατασταθεί στο γειτονικό Πολυδένδρι, δημιουργώντας μία νέα μουσική ταυτότητα. Το μουσικό στυλ δηλαδή που σήμερα ονομάζουμε «Λαγκαδιανό» και που δεν είναι τίποτε άλλο, παρά αποτέλεσμα του μουσικού «συγχρωτισμού» των προσφύγων από δύο διαφορετικές περιοχές, που στη μακρινή πατρίδα απείχαν μεταξύ τους πάνω από 100 χιλιόμετρα. Σε αυτή τη «ανάμειξη» που πραγματοποιήθηκε με πρωταγωνιστή το Χρήστο Αϊβαζίδη, οι «Τσιμερίτ’» εισέφεραν τα δυναμικά «μονά» τους και οι «Αργαλέτ’», «Μουντέτ’» και γενικότερα οι πρόσφυγες από τα Σιμοχώρια της Τραπεζούντας τους μελωδικούς επιτραπέζιους σκοπούς τους.
Ένα άλλο χαρακτηριστικό που έκανε τον Αϊβάζ’ να ξεχωρίζει από τους υπόλοιπους λυράρηδες της γενιάς του, ήταν η απόλυτη άρνηση του να ακολουθήσει έστω και κατ’ ελάχιστο την τεχνική εξέλιξη που σημειώθηκε στα χρόνια του. Αν και υπήρξαν φίλοι με το Γώγο από τη δεκαετία του 1930, δεν επηρεάστηκε σε τίποτε από αυτόν, αλλά συνέχισε να παίζει με το δικό του παραδοσιακό τρόπο, που ήταν «αρχαϊκότερος» ακόμη και από αυτόν του πατέρα του Γώγου, του Σταύρη.
Ο Αϊβαζίδης εντυπωσίαζε όχι μόνο με το παίξιμό του και το μελωδικό τραγούδι του, αλλά και με τον «πανηγυρικό», όπως πολύ εύστοχα το χαρακτήρισε ο Στάθης Ευσταθιάδης, τρόπο που έπαιζε. Υπάρχουν πολλές φωτογραφίες που τον δείχνουν να παίζει κρατώντας τη λύρα στον αέρα, ακριβώς όπως έκαναν οι παλαιοί λυράρηδες της πατρίδας, να παίζει όρθιος ή ακόμη και ανεβασμένος πάνω σ’ ένα τραπέζι. Από την άποψη αυτή, οι λίγες σωζόμενες ερασιτεχνικές ηχογραφήσεις του, όσο κι αν αποδεικνύουν τη μελωδικότητα του παιξίματός του, αδυνατούν να μας μεταφέρουν τη συγκλονιστική εντύπωση που προκαλούσε στους συνδιασκεδαστές του.
Ο πρόωρος όσο και δραματικός θάνατός του σε ηλικία μόλις 54 χρόνων, επέτεινε τη φήμη του και τροφοδότησε το μύθο του, που συνεχίζεται μέχρι και σήμερα. Το Μάρτιο του 1972 γυρνώντας από έναν αρραβώνα, το αυτοκίνητο που τον μετέφερε σταμάτησε στο Δερβένι της Θεσσαλονίκης, προκειμένου να περιμένει το λεωφορείο που μετέφερε τους υπόλοιπους καλεσμένους. Ο Αϊβαζίδης βγήκε από το αυτοκίνητο κι, όπως συνήθιζε, άρχισε να παίζει λύρα και να τραγουδά μαζί με την παρέα του. Ξαφνικά ένα αυτοκίνητο που διερχόταν με ιλιγγιώδη ταχύτητα τον παρέσυρε και τον σκότωσε. Ξεψύχησε κρατώντας στα χέρια του τη λύρα του. Ο θάνατος του συγκλόνισε την τοπική κοινωνία του Κολχικού, αλλά και ολόκληρο τον κόσμο της ποντιακής μουσικής και τραγουδήθηκε όσο ελάχιστων άλλων λυράρηδων.
Christos Aivazidis was born in 1916 in Argali, one of the Simohoria villages of Trabzon, near Platana. His father, Charalambos, was a well-known traditional lyra player of the region, and from him Christos received his first musical influences. In 1923, the family came to Greece and settled in Kolchiko, Lagadas.
Like most lyra players of his generation, Christos Aivazidis was self-taught. He was never a professional lyra player in the modern sense of the word. Although he entertained generations of Pontians with his lyra and played at countless weddings, mainly in the Pontian villages around Lagadas, he never sought to make his art a profession, nor did he ever record an album. He remained a simple farmer all his life, always selfless, never playing for money, and always ready to enhance the festivities of his fellow villagers with his melodic playing, for which he was deeply loved.
Aivazidis’ hallmark as a lyra player was his entirely traditional style and his particular dedication to the musical tradition of his homeland. The Simohoria villages, predominantly Greek settlements around Trabzon, had a rich local musical tradition, distinguished by beautiful and often distinctive table songs. This tradition, remarkable for its melodiousness, was faithfully preserved by Aivazidis throughout his life, and as a result, he emerged after the war as its most prominent representative in Greece. In fact, the Exchange of Populations brought an interesting outcome: the musical tradition of the Simohoria soon merged with that of the refugees from Chimera, Argyroupolis, who had settled in nearby Polydendri, forming a new musical identity. This style, later known as the “Lagadas style,” was essentially the result of the musical blending of refugees from two regions that, back in their homeland, were separated by more than 100 kilometers. In this fusion—led by Christos Aivazidis—the Chimera refugees contributed their dynamic “moná” dances, while the Argali, Mounda, and other Simohoria refugees contributed their melodic table songs.
Another feature that set Aivazidis apart from other lyra players of his generation was his complete refusal to adopt even the slightest technical innovations of his era. Although he had been friends with Gogos (Gogos Petridis) since the 1930s, he was not influenced by him at all and continued to play in his own traditional way, which was considered even “more archaic” than that of Gogos’ father, Stavris.
Aivazidis impressed not only with his playing and melodic singing but also with his “festive” style of performance, as Stathis Efstathiadis aptly described it. Many photographs show him playing the lyra in the air, as the old lyra players did in the homeland, playing while standing or even while standing on a table. In this sense, the few surviving amateur recordings of him, while they do showcase his melodic playing, fail to capture the overwhelming impression he left on his companions during celebrations.
His premature and dramatic death at the age of just 54 heightened his reputation and fed the legend that continues to this day. In March 1972, returning from an engagement celebration, the car he was in stopped at Derveni, Thessaloniki, to wait for a bus carrying other guests. Aivazidis got out of the car and, as was his habit, began to play the lyra and sing with his friends. Suddenly, a car speeding at a dizzying pace struck him and killed him instantly. He died holding his lyra in his hands. His death shocked the local community of Kolchiko as well as the entire Pontian music world, and it was sung about more than that of almost any other lyra player.
Πηγή: Περιοδικό Άμαστρις, τεύχος 26