Η κόρ’ επήεν σον παρχάρ’ να ίνεται Ρωμάνα
Και για τ’ ατέν θα ίνουμαι και κυνηγός σ’ ορμάνια.
Πολλά χρόνια με απασχολούσε η προέλευση της μελωδίας του τραγουδιου: Η κορ’ επήεν σον παρχάρ’, η οποία με μάγευε και με μαγεύει πάντα με την ίδια ένταση, διότι όπως είπε ο Wolfgang Amadeus Mozart στον Ludwig van Beethoven, όταν τον ρώτησε τι είναι ωραία μουσική, “ο μεγαλύτερος νόμος της μουσικής είναι να μην κουράζει το αυτί. Να είναι δηλαδή ωραία και αληθινή!”
Στη νεότερη ελληνοποντιακή παράδοση καταγράφηκε ως ένα θέμα που σχετίζεται με “τον παρχάρ’”, που στα νεοελληνικά θα αποδιδόταν με τον όρο οροπέδιο και σημαίνει, στην προκειμένη περίπτωση , τον τόπο στον οποίο διεκπεραιώνονται οι θερινές κτηνοτροφικές δραστηριότητες και τέλος τον κτηνοτροφικό συνεταιρισμό, όπου τον κύριο λόγο είχε η παρχαρομάνα, πρόσωπο σεβαστό απ’ όλους. Η παρχαρομάνα εκπαίδευε τις νεότερες κοπέλες τις ρωμάνες.
Έχω την πεποίθηση ότι το τραγούδι αρχικά είχε άλλη έννοια από τη σημερινή. Οι λόγοι που μ’ οδηγούν σ’ αυτό το συμπέρασμα είναι οι εξής:
Το Παρχάριν, όπως αποδεικνύεται μέσα από τα ιστορικά κείμενα του Μιχαήλ Πανάρετου, ήταν ένα πανέμορφο τοπίο, το οποίο επέλεξαν οι Κομνηνοί αυτοκράτορες για να χτίσουν τα θερινά τους ανάκτορα, και γεωγραφικά βρίσκεται στη Λαραχανή τηε Ματσούκας, όπου δόθηκε και μάχη, όπως αναφέρει ο Πανάρετος στο κεφάλαιο 10 κατά λέξη: “Το αυτό γουν έτει (1340), περί τον αυτόν μήνα, απήλθε το φωσάτον ημών εις το παρχάριν και κουρσεύσαντες τους Αμιτιώτας επήραν κούρσα πολλά ότε εσκοτώθησαν οι υιοι του Δολινού”.
Ο Jacob Philip Fallmerayer, ο οποίος ταξίδεψε στον Πόντο το 1838, βρήκε εντοιχισμένη επιγραφή στο χαμηλότερο κάστρο της Τραπεζούντας όπου γράφει ότι την αφιερώνουν οι Κομνηνοί στον πατέρα Δολίνο, του οποίου τα παιδιά έπεσαν στην παραπάνω μάχη.
Το παρχάριν λοιπόν, ή ο παρχάρτς, όπως επίσης συνηθίζεται στην ποντιακή διάλεκτο, συνδέεται και με τα ιστορικά γεγονότα, και η ανιούσα κλίμακα της μελωδίας προφανώς εξηγείται μ’ αυτόν τον τρόπο.
Η ετυμολογική προέλευση της λέξης Ρωμάνα δεν είναι σωστό να ανάγεται στην τμήση της λέξης παρχαρομάνα, διότι αυτή η σύνθετη λέξη δεν αποτελείται από τις λέξεις παρχάρ’ και ρωμάνα, αλλά από τις λέξεις παρχάρ’ και μάνα. Το “ο” προστίθεται ανάμεσα στις λέξεις παρχάρ’ και μάνα χάριν ευφωνίας. Δε θα ήταν ευχάριστο στο αυτί να λέμε παρχαρμάνα. Η λέξη Ρωμάνα προέρχεται από τη λεξη Ρώμη, κατάλοιπο της ρωμαιϊκής εποχής, απ’ όπου προέρχονται και λέξεις όπως Ρωμιός, Ρουμλούκι, Ρούμελη, Ανατολική Ρωμυλία κτλ. Είναι μια έννοια που αποδίδει ακόμη και σήμερα την ελληνορωμαϊκή ταυτότητα, Αρχικά σήμαινε Ρωμιοπούλα, όπως φαίνεται από την προφορική ποντιακή παράδοση όπως την κατέγραψε στο 1930 η Μέλπω Μερλιέ στο τραγούδι Τη ήλ’ το κάστρον, όπου ακούμε την εξής φράση: Ντο δίτε με Ρωμάνες και Ρωμόπαιδα. Αυτό σημαίνει ότι οι Πόντιοι αποκαλούσαν ή τις Ελληνίδες Ρωμάνες και τους Έλληνες Ρωμόπουλα ή αποκαλούσαν τα κορίτσια Ρωμάνες και τα αγόρια Ρωμόπουλα. Σε κάθε περίπτωση η Ρωμάνα ήταν η Ελληνίδα κοπέλα ή η Ελληνίδα μητέρα.
Η Ρωμάνα λοιπόν ήταν αρχικά η Ελληνίδα που επήεν σον παρχαρ’ οχι προφανώς ως βοσκοπούλα αλλά για ένα λόγο που έχει να κάνει με πατριωτικούς σκοπούς, διότι:
1. Η Ρωμάνα ως Ελληνίδα αρχικά με το επήεν σον παρχαρ’, με την έννοια του βοσκότοπου και τα συναφή, δεν έχουν λογική σχέση.
2. Η μελωδία του τραγουδιού που είναι στον ίδιο δρόμο (ήχος πλάγιος του δευτέρου) με το Αϊτέντς επαραπέτανεν, είναι επική και δεν μπορεί να επινοήθηκε για ένα τέτοιο θέμα της καθημερινότητας (Ρωμάνα ως βοσκοπούλα). Ειδάλλως, έχουμε να κάνουμε με μια διάσταση ανάμεσα στο ύφος του τραγουδιού και στο περιεχόμενό του. Όταν τραγουδάμε αυτό το τραγούδι, αισθανόμαστε μια απερίγραπτη ψυχική ένταση και νοσταλγία, της οποίας την προέλευση δεν μπορούμε να εντοπίσουμε. Έτσι τουλάχιστον εισπράττει αυτή τη μελωδία ο γράφων και πάρα πολλοί άλλοι.
3. Σ’ αυτές μου τις αναζητήσεις ήρθε αρωγός ο Περικλής Τριανταφυλλίδης, ο οποίος στο έργο του Οι Φυγάδες μετά Μακρών Προλεγομένων, γράφει “ότι δε Ρωμανία σημαίνει ελευθερία μαρτυρείται και εκ της σημερινής των Τραπεζουντίων διαλέκτου, διότι και σήμερον ακόμη λέγοντες όταν όταν θα γίνει ρωμανία, εννοούσιν, όταν θα ανακτήσωσι της ελευθερίαν και την πολιτικήν αυτών ανεξαρτησίαν”. Να γίνεται Ρωμάνα λοιπόν σημαίνει στο τραγούδι να γίνει ελεύθερη. Αυτό είναι το νόημα του άσματος.
Σύμφωνα με τον Πλάτωνα δεν ενδείκνυνταν όλοι οι αρχαίοι ελληνικοί τρόποι της μουσικής για όλες τις περιστάσεις. Αυτή λοιπόν η μελωδία δε δικαιολογείται με την Ρωμάνα ως βοσκοπούλα, αλλά ως Ελληνίδα που κατευθύνεται στον ιστορικό χώρο Παρχάρ’ και όχι στην κτηνοτροφική μονάδα.
Στην ύστερη τουρκοκρατία (μετά τα φιρμάνια Χάτι σερίφ και Χάτι χουμαγιούν, όταν βελτιώθηκαν αισθητά οι συνθήκες ζωής των υπόδουλων Ελλήνων της Οθωμανικής αυτοκρατορίας) κυριολεκτικά η μεταφορικά πήρε αυτή τη ρομαντική-ερωτική έννοια, αλλά δεν ήταν η αρχική της. Προφανώς, μ’ αυτό το τραγούδι συνέβη ότι ακριβώς και με πολλά τραγούδια τα οποία είχαν ιστορικό, ηρωικό και ακριτικό περιεχόμενο, και πήραν ερωτικό ή κάποιο άλλο θέμα από την καθημερινότητα. Αυτό έγινε μετά τα φιρμάνια του 1839 Χάτι σερίφ (ιερή γραφή) και του 1856 Χάτι χουμαγιούν (ευτυχής γραφή) και αφού το 1853 ο τσάρος Νικόλαος, πριν από τον κριμαϊκό πόλεμο, έκανε γνωστό τηλεγράφημα ότι θέτει υπό την προστασία του όλους τους χριστιανούς υπηκόους της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Από αυτήν την περίοδο και μετά διασκεδάζουν μαζί υπόδουλοι και Τούρκοι, καθότι ως αυτή τη χρονική στιγμή απαγορευόταν. Γενικότερα η κοινωνική ζωή άλλαξε προς το καλύτερο και μαζί της και ο τρόπος έκφρασης κάθε λαϊκής καλλιτεχνικής δημιουργίας. Αυτό βέβαια ίσχυε μέχρι τη στιγμή που κάνουν την εμφάνιση τους οι Νεότουρκοι, οπότε μαζί με την αλλαγή της συμπεριφοράς των Κεμαλικών απέναντι στους Έλληνες, αλλάζει και το τραγούδι και γίνεται πάλι ηρωικό, θλιμμένο, τραγικό, κτλ.
Για την περίοδο πριν τα φιρμάνια του 1839 Χάτι σερίφ (ιερή γραφή) και του 1856 Χάτι χουμαγιούν (ευτυχής γραφή), ο Γερμανός περιηγητής Jacob Philip Fallmerayer, το Σεπτέμβρη του 1840 στον Πόντο, περιγράφει ως εξής τη διασκέδαση των Ελλήνων.
“Σε συγκεκριμένες ημέρες του καλοκαιριού επιτρέπεται στους Χριστιανούς σε απομακρυσμένα παρεκκλήσια, που συχνά είναι μόνο ερείπια, μακριά από μουσουλμανικούς οικισμούς, μια νύχτα και μία ημέρα - επιτρέπει ο νόμος - να λειτουργούν, να ψάλλουν, να πίνουν, να εμπορεύονται, να μοιρολογούν την τύχη τους και να χορεύουν όσο θέλουν, και σε κανέναν μουσουλμάνο να είναι παρών…Οι Κερασούντιοι γιορτάζουν τον άγιο Γεώργιο…οι Τραπεζούντιοι τον άγιο Κωνσταντίνο και το Δεκαπενταύγουστο την Παναγία της Θάλης (;). Την ίδια μέρα έρχονται στην Παναγία Σουμελά Έλληνες απ’ όλα τα μέρη του Πόντου…Στο Πόζτεπε γιορτάζουν (Μίθριο όρος) τον άγιο Δημήτριο”.
Μετά όμως τα φιρμάνια του 1839 και του 1856, δηλαδή πάνω από μισό αιώνα ειρηνικής συνύπαρξης χριστιανών και μουσουλμάνων, χορεύονται οι ποντιακοί χοροί με λύρα αδιάλειπτα μέχρι σήμερα από τους μουσουλμάνους της περιοχής του Πόντου. Είναι κάπως λογικό κάποιος από τους πιο ηλικιωμένους συγγενείς του συγγραφέα Ομέρ Ασάν, να θεωρεί ότι οι χοροί που σήμερα παίζονται με λύρα στην περιοχή του ιστορικού Πόντου, είναι τουρκικοί. Βέβαια νεότεροι και περισσότεροι διαφωτισμένοι Τούρκοι που ζουν στη Γερμανία και βλέπουν τα πράγματα πιο αντικειμενικά, παραδέχονται ότι η λέξη χορόν, με την οποία χαρακτηρίζουν ότι παίζεται με λύρα (Kemençe), είναι ελληνικής προέλευσης. Αυτός ο τίτλος αποτελεί λογική συνέπεια του γεγονότος ότι ο κατεξοχήν χορός των Ελλήνων του Πόντου, το τίκ’, φέρει στα ελληνικά την ονομασία χορόντικον, όπως μας πληροφορεί ο λαογράφος των Κοτυώρων Ξενοφών Άκογλου, ο οποίος όμως γεννήθηκε στη Σαμψούντα. Ακούγοντας τη λέξη χορόντικον οι Τούρκοι από τους Έλληνες ή απλά τη λέξη χορόν, προφανώς την υιοθέτησαν για οτιδήποτε χορεύεται με λύρα.
Η κορ’ επήεν σον παρχάρ’, λοιπόν, σύμφωνα με τα παραπάνω πρέπει σήμερα να αποδίδεται με το ανάλογο επικό ύφος και την ανάλογη σοβαρότητα.
Ήχος πλάγιος δεύτερος.