15 October 2025

Γρηγόριος Κουσίδης (Βοράς) - Grigorios Kousidis (Voras)

 Γρηγόριος Κουσίδης (Βοράς)
Grigorios Kousidis (Voras)

 




Ονομάζεται Γρηγόριος Κουσίδης. Ελάχιστοι όμως έξω από το χωριό του, το Πρωτοχώρι της Κοζάνης, γνωρίζουν το όνομά του. Για τους υπόλοιπους, που έτυχε να ακούσουν κάποτε για αυτόν, είναι απλά «ο Βοράς», «ο κεμεντσετσής τη Πορτοραζί».

Οι γονείς του κατάγονταν από το χωριό Κοντού του Καπήκιοϊ της Ματσούκας κι εγκαταστάθηκαν το 1922 στο Πρωτοχώρι Κοζάνης. Εκεί γεννήθηκε ο Βοράς, εκεί έζησε τα 81 του χρόνια, κι εκεί μας υποδέχθηκε περιτριγυρισμένος από τους συγχωριανούς- συνδιασκεδαστές του, κάποιοι από τους οποίους είναι πλέον επώνυμοι καλλιτέχνες του ποντιακού τραγουδιού, όπως ο Γιώργος Σοφιανίδης, ο Στάθης και ο Αλέξης Παρχαρίδης και ο Παναγιώτης Θεοδωρίδης.

Θυμήθηκε τους παλιούς λυράρηδες του Πρωτοχωρίου: τον Μήτον τον Κουσίδη, το Σωτήρ’ τον Αντωνιάδη, τον Κώστη τον Μάρσαλ’ και τον Γιάννεν τον Πιπέρ’. Μας μίλησε για τον Κώστην τ’ Ασαλούμ και τ’ Ασαλουμάντας, που «έσανε Χαψικεέτ’ και έπαιζαν όλ’ ατουν αγγείον…».

Μας εξηγεί πως ξεκίνησε να παίζει λύρα. Ήταν σχετικά μεγάλος, την εποχή που θα έφευγε στρατιώτης. Μαζεύτηκαν οι στρατεύσιμοι του Πρωτοχωρίου για να γλεντήσουν. Πήγε και βρήκε ένα παλιό λυράρη του χωριού και του ζήτησε να έρθει στην παρέα τους. Εκείνος του ζήτησε χρήματα, αλλά ο Βοράς δεν είχε να του δώσει. Αργότερα ο γέρος το μετάνιωσε, πήρε τη λύρα του και ήρθε στην παρέα τους. Ο Βοράς τον έδιωξε: «Άμον ντο έρθες, αέτσ’ να παίρ’ς την κεμεντζέ σ’ και να πας χάσαι…». Από τότε το έβαλε σκοπό να μάθει λύρα. Και τα κατάφερε μια χαρά, αφού επί πενήντα και περισσότερα χρόνια διακονεί με τη λύρα του τις μουσικές παραδόσεις του χωριού του.

Για τη γενιά του ο λυράρης δεν χρειαζόταν δάκτυλα, χρειαζόταν ψυχή. Και από ψυχή και αγάπη για τη λύρα του, άλλο τίποτε ο Βοράς. Αναπολεί τα παλιά γλέντια στο Πορτοράζ’, τα κεμεντσέδες, τα ζουρνάδες, τ’ αγγεία. «Είχαμε έναν καφενείον κι εκεί απέσ’ μερέαν ετοπλαεύκουτον όλον το χωρίον. Οι γυναίκ΄ εκάθουσαν απέσ’ ση μέσ’, σα σκαμνόπα, και όλον τη νύχταν εχόρευαμε με το λούξ… Αγαπεμέν, μονοιασμέν, ‘ς σα ονομασέας ελάσκουμνες ολόκληρον το χωριόν με την κεμεντζέν κι άμα ενασπάλνες κάτιναν, τ’ άλλο την ημέραν έρχουτον ερώτανε σε γιάτι κι έρθετεν σ’ εμά; Ατώρα πα όλια ελά’αν. Δουλεύ’νε ση ΔΕΗ κι εθαρρούν κατ’ είναι. Διαβαίν’νε απ’ εμπροστά σ’ και σημασίαν κι δίγ’νε σε…».

Τον ρωτάμε από πού βγήκε το Βοράς. Χαμογελάει. «Επή’αμε κάποτε με τ’ έναν παρέαν σο κυνήγι, σα περδίκια. Κι έξεραν, επολέμανανε να κρούν’ τα περδίκια καρσί σο βοράν. Χαμάν ελάγκεψα. Ατά σο βοράν μερέαν καμίαν κι θα κρους ατα, είπ’ ατς… Ατοίν εγέλασαν κι όνταν έρθαμε ‘ς σο χωρίον εκόλτσαν εμέ Βορά…».

Κάποτε τον φωνάζει κάποιος από την παρέα. Πρέπει να μας αφήσει. Παίρνει τη λύρα στα χέρια του χωρίς να σβήσει το τσιγάρο του. Το παίξιμο του πρωτόγονο, σέρτικο, αλλά βαθιά αληθινό. «Παίζει την πιο ανάποδη λύρα του κόσμου», μας ψιθυρίζει ένας από τους επαγγελματίες της παρέας. Αλλά για μας είναι ο Βοράς. Με αυτόν μεγαλώσαμε, αυτός μιας φτιάχνει, και αυτός μόνο μπορεί να μας θυμίσει όσα κινδυνεύουμε να ξεχάσουμε…».

Οι περισσότεροι έχουν κιόλας μεθύσει. Κάποιος σηκώνεται όρθιος: «Φύσα Βορά!» του φωνάζει. Ο Βοράς χαμογελάει. Αυτό το «φύσα Βορά», τη μόνιμη επωδό των παλαιών συνδιασκεδαστών του, το έχει ακούσει μερικές χιλιάδες φορές από τους πατεράδες και τους παππούδες τους. Τώρα, στα 81 του χρόνια, το ακούει και από τα παιδιά τους!

Σε λίγες ημέρες από τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές το Πορτοράζ’ θα έχει το μεγάλο καλοκαιρινό χορό του. Τι κι αν’ δεν θα ναι εκεί οι φίλοι του, ο Ασιαλούμ’ς με τ’ αγγείο ή ο Τσίχας με τα τραγωδίας ατ’; Το Πορτοράζ’ και ο μύθος του, στη δημιουργία του οποίου κι αυτός έβαλε το λιθαράκι του, θα είναι εκεί. Όσο για τον ίδιο, θα κάτσει για μία ακόμη φορά σε μια άκρη, θα ανάψει το τσιγάρο του και θα καμαρώνει βλέποντας τους νεαρούς βλαστούς της γενιάς του να γεμίζουν ασφυκτικά την πλατεία.


His name was Grigorios Kousidis. Yet, very few people outside his village, Protochori of Kozani, knew that name. For the rest, those who had merely heard of him once, he was simply “Voras,” “the kemenche player from Portorazi.”

His parents came from the village Kontou of Kapikioi in Matsouka and settled in Protochori, Kozani, in 1922. There, Voras was born, lived all 81 years of his life, and there he welcomed us, surrounded by his fellow villagers and companions—some of whom later became well-known Pontian musicians, such as Giorgos Sofianidis, Stathis and Alexis Parcharidis, and Panagiotis Theodoridis.

He remembered the old lyra players of Protochori: Miton Kousidis, Sotir' Antoniadis, Kosti Marsal', and Gianne Piper'. He also spoke to us about Kostis Asaloum and the Asaloum family, who “were from Hapsikioi and all played the aggeion".

He explained how he began playing the lyra. He was already relatively grown, around the time he was to join the army. The young men of Protochori who were to be drafted gathered to celebrate. He went to find an old lyra player from the village and asked him to join them. The man asked for payment, but Voras had no money to give. Later, the old man regretted it, took his lyra, and went to their gathering. Voras turned him away: “Just as you came, take your lyra and go back where you came from…” From that day, he made it his goal to learn the lyra. And he succeeded beautifully—serving, for more than fifty years, the musical traditions of his village with his lyra.

For his generation, a lyra player didn’t need fingers—he needed soul. And if there was anything Voras had in abundance, it was soul and love for his instrument. He reminisced about the old feasts in Portoraz’, with the lyras, zournas, and bagpipes. “We had one coffeehouse, and everyone in the village would gather there in the evenings. The women sat in the middle on benches, and all night long we danced by the light of a lamp… We loved one another, we were united. On feast days, the whole village would go from house to house with the lyra, and if you missed one house, the next day the woman there would ask why you hadn’t come! Now it’s all gone. They all work for the Public Power Company and think they’re something. They pass by you and don’t even say hello…”

We asked him how he got the nickname “Voras.” He smiled. “Once, we went hunting with some friends, after partridges. They didn't know and kept aiming for the births towards the northern direction. I told them, "don't hit them towards the north!’ They laughed, and when we came back to the village, they stuck me with the name Voras (North)…”

Someone from the group called him; he had to go. He picked up his lyra, cigarette still burning between his fingers. His playing was primitive, rough-edged, but deeply genuine. “He plays the most backwards lyra in the world,” one of the professional musicians whispered to us. But to us, he is Voras. We grew up with him; he shaped us; and only he can remind us of what we risk forgetting.

Most of those around him were already drunk. One man stood up and shouted, “Blow, Voras!” Voras smiled. He had heard this phrase—“Blow, Voras!”—the favorite cheer of his old companions, thousands of times from their fathers and grandfathers. And now, at 81 years old, he hears it again—from their children.

A few days after these words were written, Portoraz’ would hold its big summer dance. Even if his friends—Asialoum or Tsichas —wouldn’t be there, Portoraz’ and its myth, to which he too had contributed his part, would live on. As for him, he would once more sit quietly in a corner, light his cigarette, and proudly watch the young branches of his generation fill the dance floor.

του Δημήτρη Πιπερίδη - δημοσιεύθηκε στο 3ο τεύχος του Άμαστρις (Ιούλιος 2009)
by Dimitris Piperidis - Published in Amastris, Issue 3 (July 2009)

 

ThePontians.com - Grigorios Kousidis (Voras) 

No comments: