Αποστολίκας Αθανασιάδης
Apostolikas Athanasidis
Ο Απόστολος Αθανασιάδης, ο «Αποστολίκας» όπως τον θυμούνται οι παλαιότεροι, γεννήθηκε το 1907 στην Ποπάρζα, ένα μικρό ορεινό χωριό της Ματσούκας. Οι γονείς του, Κωνσταντίνος και Παρθένα, ζούσαν από την κτηνοτροφία. Ο Αποστολίκας έμαθε να παίζει λύρα σε ηλικία μικρότερη των δέκα ετών και ήταν αυτοδίδακτος, όπως άλλωστε οι περισσότεροι λυράρηδες της γενιάς του.
Όταν ο Αποστολίκας ήταν ακόμη παιδί, ο πατέρας του αποφάσισε να μεταναστεύσει στην Κωνσταντινούπολη και, καθώς ήταν μερακλής και άνθρωπος του ποτού, αποφάσισε να πάρει μαζί του για συντροφιά τον Απόστολο, που ήταν το μικρότερο από τα πέντε παιδιά του. Ο Αποστολίκας δεν θα ξαναδεί τον Πόντο και το χωριό του, την Ποπάρζα. Στην Κωνσταντινούπολη θα συμμετέχει με τη λύρα του στις διασκεδάσεις της μικρής παροικίας που είχαν σχηματίσει οι συμπατριώτες του, Πόντιοι αλλά και ποντιόφωνοι μουσουλμάνοι από τα χωριά της Τραπεζούντας, ενώ παράλληλα θα εργαστεί ως παραγιός δίπλα σε έναν μαραγκό, από τον οποίο θα διδαχθεί την τέχνη της ξυλουργικής, και θα εξελιχθεί όχι μόνο σε έναν από τους κορυφαίους λυράρηδες της εποχής του, αλλά και σε έναν από τους καλύτερους κατασκευαστές ποντιακής λύρας.
Η Κωνσταντινούπολη στάθηκε μεγάλη αποκάλυψη για το νεαρό Αποστολίκα. Πέρα από την εντύπωση που του προξένησε η ομορφιά της, για την οποία θα μιλούσε με θαυμασμό μέχρι το τέλος της ζωής του, θα είχε την ευκαιρία να αποκτήσει νέα μουσικά ακούσματα, τελείως διαφορετικά από αυτά που είχε από το χωριό του και τα οποία περιορίζονταν στη μουσική παράδοση της Ματσούκας και της γειτονικής Τόνγιας. Θα γοητευθεί από τον μουσικό πλούτο της Ανατολής και θα προσθέσει στο ρεπερτόριό του τούρκικα λαϊκά τραγούδια και μακρόσυρτους αμανέδες, που θα συνηθίζει να παίζει ακόμη και μετά τον ερχομό του στην Ελλάδα.
Με την υπογραφή της συνθήκης της Λωζάννης, η οποία συμπεριέλαβε μεταξύ των ανταλλαξίμων και τους προσωρινά εγκατεστημένους στην Κωνσταντινούπολη εσωτερικούς μετανάστες, ο Αποστολίκας και ο πατέρας του υποχρεώθηκαν να έρθουν στην Ελλάδα. Μετά από σύντομη παραμονή στον Πειραιά ανέβηκαν στη Μακεδονία και εγκαταστάθηκαν οριστικά μαζί με τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας, που είχαν έρθει στο μεταξύ από την Τραπεζούντα, σε ένα κεφαλοχώρι της Πτολεμαΐδας, που σύντομα θα μετονομαστεί από τους νέους κατοίκους του σε Κομνηνά.
Τα Κομνηνά θα αποτελέσουν τη φιλόξενη στέγη που θα υποδεχθεί περισσότερες από 250 ποντιακές οικογένειες, στη συντριπτική τους πλειοψηφία από χωριά της Ματσούκας (Σπέλια, Άγουρσα, Σανογιά, Δανίαχα, Λιβερά, Ποπάρζα). Ο Αποστολίκας θα είναι ο ακούραστος λυράρης αυτού του μεγάλου ποντιακού χωριού, στο οποίο θα μεταφυτευθεί αυτούσια η μουσική παράδοση της Ματσούκας με θαυμάσιους παραδοσιακούς τραγουδιστές, όπως τον «Παντζάρ’» (Αντώνιο Παντζερίδη) από την Άγουρσα, τον «Θόδωρον τον Που’άρ’» (Θεόδωρο Πουγαρίδη) από την Ποπάρζα, τον «Κακοχείμ’ το Νικόλα» (Νικόλαο Κατωτοικίδη) από την Άγουρσα κ.α.
Από το γάμο του με τη Γενοβέφα Παρθενοπούλου, η οποία καταγόταν από τη Βαρενού της Αργυρούπολης και είχε εγκατασταθεί με την οικογένειά της στο γειτονικό χωριό Πελαργός, ο Αποστολίκας θα αποκτήσει έξι παιδιά. Θα ζήσει όλη την υπόλοιπη ζωή του στα Κομνηνά ασκώντας το επάγγελμα του ξυλουργού και αργότερα του ιδιοκτήτη αλευρόμυλου, ενώ την περίοδο 1948-1953 θα αναγκαστεί λόγω των γεγονότων του εμφυλίου πολέμου να καταφύγει με την οικογένειά του στην Καλαμαριά.
Μετά το τέλος του εμφυλίου ο Αποστολίκας θα επιστρέψει με την οικογένειά του στα Κομνηνά, όπου θα ζήσει μέχρι το τέλος της ζωής του. Τα τελευταία του χρόνια τα πέρασε μέσα σε μια μόνιμη μελαγχολία, η οποία οφειλόταν στο γεγονός ότι και τα έξι παιδιά του είχαν αναγκαστεί να μεταναστεύσουν στο εξωτερικό. Μοναδικό αντίδοτο σε αυτή του τη δυστυχία ήταν ένα γερμανικό μαγνητόφωνο Grundig που του χάρισε ο γιος του Νίκος. Με αυτό κατέγραφε όλα τα γλέντια των συγχωριανών του και έστελνε τις μαγνητοταινίες στα παιδιά του ως ενθύμιο από την πατρίδα. Χάρις σε αυτή την όψιμη εξοικείωση του Αποστολίκα με τη σύγχρονη τεχνολογία έχουμε σήμερα στη διάθεσή μας πάμπολλες ερασιτεχνικές ηχογραφήσεις με παραδοσιακούς τραγουδιστές της πρώτης προσφυγικής γενιάς που ζούσαν στα Κομνηνά.
Ο Αποστολίκας έμεινε στη μνήμη όσων των γνώρισαν για την ανιδιοτέλειά του, την πραότητα του χαρακτήρα του και, φυσικά, για το παραδοσιακό και ανόθευτο από σύγχρονες επιρροές παίξιμό του. Θεωρείται ως ένας από τους πιο σημαντικούς λυράρηδες της πρώτης προσφυγικής γενιάς, ο κορυφαίος ίσως στην εκτέλεση των σκοπών της Ματσούκας. Ο μοναδικός τρόπος με τον οποίο έπαιζε το «ματσουκάτ’κον το μακρύν» συγκέντρωνε το θαυμασμό των συγχρόνων του, απέσπασε τα επαινετικά σχόλια ακόμη και του ίδιου του Γώγου (με τον οποίο, όπως και με τον πατέρα του το Σταύρη, τους συνέδεε φιλία και αλληλοεκτίμηση) και αποτέλεσε αντικείμενο μελέτης ακόμη και από σύγχρονους λυράρηδες.
Λίγο πριν το θάνατό του κάποιοι συμπατριώτες του που είχαν μεταναστεύσει στην Αμερική τον προσκάλεσαν να τους επισκεφτεί και να συμμετάσχει με τη λύρα του σε κάποια εκδήλωσή τους. Ο Αποστολίκας αποδέχθηκε την πρόσκληση, τυπώθηκαν μάλιστα και κάποιες αφίσες με τη φωτογραφία του, οι οποίες σώζονται μέχρι και σήμερα. Η ξαφνική όμως επιδείνωση της υγείας του δεν του επέτρεψε να πραγματοποιήσει αυτό το ταξίδι. Πέθανε στις 2 Ιουλίου του 1976 σε ηλικία 69 ετών από πνευμονικό οίδημα.
Apostolos Athanasiadis, known as “Apostolikas” as the older generations remembered him, was born in 1907 in Poparza, a small mountain village in Matsouka. His parents, Konstantinos and Parthena, made their living from livestock farming. Apostolikas learned to play the lyra before the age of ten and was self-taught, like most lyra players of his generation.
When Apostolikas was still a child, his father decided to migrate to Constantinople. Being fond of pleasure and drink, he took Apostolos with him for company, since he was the youngest of his five children. Apostolikas would never again see Pontos or his village, Poparza. In Constantinople, he would take part with his lyra in the festivities of the small community formed by his compatriots—Pontians and Pontic-speaking Muslims from the villages of Trabzon. At the same time, he worked as an apprentice to a carpenter, from whom he learned the craft of woodworking, eventually becoming not only one of the top lyra players of his time but also one of the best makers of the Pontic lyra.
Constantinople was a great revelation for the young Apostolikas. Beyond the impression its beauty made on him—something he admired and spoke about until the end of his life—he also had the chance to encounter new musical sounds, completely different from those of his village, which were limited to the musical tradition of Matsouka and neighboring Tonya. He was enchanted by the rich music of the East and added Turkish folk songs and drawn-out amanes to his repertoire, which he continued to play even after arriving in Greece.
With the signing of the Treaty of Lausanne, which included among the exchangeable populations those internal migrants temporarily settled in Constantinople (the etablis), Apostolikas and his father were obliged to come to Greece. After a brief stay in Piraeus, they moved north to Macedonia and settled permanently with the rest of the family, who had in the meantime come from Trabzon, in a large village of Ptolemaïda. This village would soon be renamed by its new inhabitants to Komnina.
Komnina became the hospitable shelter for more than 250 Pontic families, the overwhelming majority from Matsouka villages (Spelia, Agoursa, Sanoya, Daniacha, Livera, Poparza). Apostolikas became the tireless lyra player of this large Pontic village, where the musical tradition of Matsouka was transplanted intact, with wonderful traditional singers such as “Pantzár’” (Antonios Pantzeridis) from Agoursa, “Thódoros Pouar’” (Theodoros Pougaridis) from Poparza, and “Kakoshim’ Nikola” (Nikolaos Katotoikidis) from Agoursa, among others.
From his marriage to Genovefa Parthenopoulou, who came from Varénou in Argyroupolis and had settled with her family in the nearby village of Pelargos, Apostolikas had six children. He spent the rest of his life in Komnina, first as a carpenter and later as the owner of a flour mill. Between 1948 and 1953, however, due to the events of the Greek Civil War, he was forced to take his family into refuge in Kalamaria.
After the end of the Civil War, Apostolikas returned with his family to Komnina, where he lived until the end of his life. His final years were marked by a permanent melancholy because all six of his children were forced to migrate abroad. His only antidote to this sorrow was a German Grundig tape recorder gifted to him by his son Nikos. With it, he recorded all the village festivities and sent the tapes to his children as souvenirs from their homeland. Thanks to this late familiarity with modern technology, today we have countless amateur recordings of traditional singers of the first refugee generation who lived in Komnina.
Apostolikas remained in the memory of those who knew him for his selflessness, the gentleness of his character, and, of course, his traditional style of playing, untouched by modern influences. He is regarded as one of the most important lyra players of the first refugee generation, perhaps the greatest in performing the melodies of Matsouka. His unique way of playing the “Matsoukatikon to Makryn” drew the admiration of his contemporaries, even earning the praise of Gogos himself (with whom, as with his father Stavris, he shared friendship and mutual respect) and became a subject of study even for modern lyra players.
Shortly before his death, some of his compatriots who had emigrated to America invited him to visit and to take part with his lyra in one of their events. Apostolikas accepted the invitation, and even some posters with his photograph were printed—several still survive today. However, his sudden health decline prevented him from making this trip. He died on July 2, 1976, at the age of 69, from pulmonary edema.
Πρωτομάστορες της ποντιακής μουσικής
Απόστολος Αθανασιάδης, ο Αποστολίκας (1907-1969)
Δημοσιεύθηκε στο 3ο τεύχος του περιοδικού Άμαστρις, Ιούλιος 2009
Published in the 3rd issue of Amastris magazine, July 2009

No comments:
Post a Comment